αναπτερωτικός

αναπτερωτικός
-ή, -ό
ο ικανός να αναπτερώσει, να προκαλέσει ενθουσιασμό, εμψυχωτικός, ενθουσιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Πίθηκμαν (ψευδώνυμο τού αρχαιολόγου και ζωγράφου Αλέξανδρου Φιλαδελφέα) στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζωογονητικός — ή, ό (Α ζωογονητικός, ή, όν) [ζωογονώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”